Το μουσείο θέλει να δαπανήσει μισό δισεκατομμύριο για μια νέα αίθουσα, η κυβέρνηση δεν χρηματοδοτεί το έργο, και οι ειδικοί μιλούν για αξιοποίηση των άλλων θησαυρών του με ριζοσπαστικές αφηγήσεις.
Η συζήτηση που έχει ανοίξει εδώ και μερικούς μήνες αφορά το έργο-σταρ του μουσείου του Λούβρου, το αριστούργημα του Λεονάρντο ντα Βίντσι, την περίφημη «Μόνα Λίζα». Παρόλο που στον συγκεκριμένο πίνακα οφείλεται ένα μεγάλο μέρος της επισκεψιμότητας και της δημοφιλίας του μουσείου, προκαλεί πονοκέφαλο εξαιτίας της κυκλοφοριακής συμφόρησης που δημιουργεί στην αίθουσα στην οποία στεγάζεται.
Οι περισσότεροι επισκέπτες του μουσείου έχουν την ίδια εμπειρία: Δεκάδες άνθρωποι να περνούν δίπλα τους βιαστικά, προσπερνώντας μυριάδες άλλα αριστουργήματα της συλλογής του Λούβρου χωρίς να τους ρίξουν ούτε ματιά, για να φτάσουν ασθμαίνοντας και να τραβήξουν μια σέλφι ή μια φωτογραφία με τον πίνακα του Λεονάρντο.
Ο κορυφαίος ειδικός στον Λεονάρντο ντα Βίντσι, Μάρτιν Κεμπ, περιέγραψε τη μοίρα της «Μόνα Λίζα»: πολιορκημένη από πλήθη που κρατούνται σε απόσταση, μια κατάσταση που δεν είναι χρήσιμη ούτε για τον πίνακα, ούτε για τους επίδοξους θεατές του, ούτε για τα άλλα αριστουργήματα που βρίσκονται γύρω του.
Ο Μπεν Λιουκ γράφει στο The Art Newspaper ότι το μουσείο του Λούβρου γνώριζε από καιρό πως έχει πρόβλημα στη Salle des États που φιλοξενεί το έργο.
Τον Μάιο, ο Laurence des Cars, ο διευθυντής του Λούβρου, φέρεται να είπε στο προσωπικό: «Δεν καλωσορίζουμε τους επισκέπτες πολύ καλά σε αυτή την αίθουσα». Και πρόσθεσε: «Η μεταφορά της “Μόνα Λίζα” σε μια ξεχωριστή αίθουσα θα μπορούσε να δώσει τέλος στην απογοήτευση του κοινού».
Η πολυσυζητημένη μεταφορά της «Μόνα Λίζα» σε έναν υπόγειο χώρο ειδικά σχεδιασμένο και με δική του είσοδο είναι ένα έργο που θα κόστιζε περίπου 500 εκατομμύρια ευρώ. Η γαλλική κυβέρνηση έχει ήδη πει ότι δεν θα βοηθήσει στην υλοποίησή του. Μισό δισεκατομμύριο ευρώ μοιάζει ακραίο έξοδο για το μουσείο και, όπως τόνισε ο Βενσάν Ντελιεβέν, ο επικεφαλής επιμελητής ιταλικών έργων ζωγραφικής του 16ου αιώνα του μουσείου, ο Λεονάρντο «ήθελε να δημιουργήσει μια πρόσωπο με πρόσωπο σχέση μεταξύ του πίνακα και του ατόμου που τον κοιτάζει». Ο Κεμπ συμφώνησε λέγοντας ότι η μετακίνηση του πίνακα σε έναν χώρο με καλύτερη κυκλοφορία επισκεπτών δεν θα έλυνε «το βασικό πρόβλημα, ότι αυτός δεν είναι ένας πίνακας φτιαγμένος για να τον βλέπουν ταυτόχρονα τεράστια πλήθη ανθρώπων. Είναι ένας πολύ προσωπικός πίνακας, που δημιουργήθηκε για τον σύζυγο της Λα Τζοκόντα και για να εκτεθεί σε πολύ ιδιωτικές συνθήκες».
Η «ιερόσυλη» πρόταση του Λιουκ είναι: διαγράψτε τη «Μόνα Λίζα». Είτε αφήστε τον πίνακα εκεί που είναι, είτε μετακινήστε τον σε άλλον υπάρχοντα χώρο. Κάντε ό,τι μπορείτε για να βελτιώσετε την εμπειρία των επισκεπτών, αλλά ξεχάστε την ιδέα να χτίσετε έναν δαπανηρό νέο «τάφο» για να μεταφέρετε τη «Μόνα Λίζα» εκεί.
Αντίθετα, επενδύστε στο να τραβήξετε την προσοχή των επισκεπτών στα πολλά άλλα αριστουργήματα της συλλογής.
Τα πιο διαβόητα «θύματα» της κούρσας που κάνουν οι επισκέπτες για να φτάσουν στη «Μόνα Λίζα» είναι οι βενετσιάνικες εικόνες γύρω της, έργα του Τιτσιάνο και του Τιντορέντο στα οποία δεν ρίχνουν ούτε μια ματιά. Όπως επίσης δεν ρίχνουν ούτε ματιά στη γειτονική Grande Galerie που έχει άλλα έργα του Ντα Βίντσι, όπως το αριστουργηματικό «Η Παρθένος και το Θείο Βρέφος με την Αγία Άννα». Εκεί κοντά είναι και άλλα «αόρατα» αριστουργήματα, έργα του Καραβάτζιο όπως ο «Θάνατος της Παρθένου», που είναι παράλογο το γεγονός ότι κανένας δεν τα κοιτάζει, στο πρώτο σε επισκεψιμότητα μουσείο στον κόσμο.
Κάποιοι προτείνουν εκθέσεις πιο μικρές μέσα στο Λούβρο, όπως η έκθεση «The Last Caravaggio», που έκλεισε με τη 10η υψηλότερη ημερήσια επισκεψιμότητα στην ιστορία της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου. Το Λούβρο δεν χρειάζεται καν να δανειστεί έργα, τα έχει στη συλλογή του. Και είναι ένας δυναμικός τρόπος να τραβήξει την προσοχή των επισκεπτών από τη μονόπλευρη αναζήτησή τους.
«Το Λούβρο», λέει ο Λιουκ, «θα πρέπει να ξεχάσει τα δαπανηρά οικοδομικά έργα και να αφιερώσει όλες τις δυνάμεις και τα κεφάλαιά του σε ριζοσπαστικό και δυναμικό προγραμματισμό και αφήγηση ιστοριών για τα απαράμιλλα έργα του. Γιατί το πρόβλημα της “Μόνα Λίζα” είναι πράγματι δυσεπίλυτο και μόνιμο».
Με πληροφορίες από Theartnewspaper
πηγή